ἅλματος

ἅλματος
ἅλμα
spring
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόψαλμα — άλματος, τὸ, Α προοίμιο που ψαλλόταν πριν από το κυρίως άσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψάλμα «μέλος, μελωδία»] …   Dictionary of Greek

  • υπέραλμα — άλματος, τὸ, Α [ὑπεράλλομαι] υπερπήδηση εμποδίου, άλμα πάνω από κάτι …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • σκάμμα — ατος, το, ΝΑ 1. το αποτέλεσμα τού σκάπτω, τόπος σκαμμένος, κοίλωμα, λάκκος 2. χώρος σκαμμένος και επιστρωμένος με άμμο κατάλληλος για την τέλεση διαφόρων αγωνισμάτων, όπως τής πάλης, τού άλματος κ.ά. νεοελλ. 1. το τμήμα τού γυμναστηρίου όπου… …   Dictionary of Greek

  • Βασδέκη, Όλγα — (Βόλος 1973 –). Πρωταθλήτρια στίβου. Μεγάλωσε σε αθλητική οικογένεια, μια και ο μεγαλύτερος αδελφός της ήταν πρωταθλητής του μήκους όταν εκείνη ξεκινούσε την καριέρα της. Γρήγορα όμως φάνηκε το δικό της άστρο και αναδείχθηκε σε μια από τις… …   Dictionary of Greek

  • αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • καταπήδηση — η (Μ καταπήδησις) [καταπηδώ] πήδημα από πάνω προς τα κάτω νεοελλ. το τμήμα τής τροχιάς τού άλματος από τη στιγμή που τα πόδια αγγίζουν πάλι το έδαφος μετά το άλμα ώς τη στιγμή που ο άλτης θα επανέλθει στην αρχική στάση τής προσοχής …   Dictionary of Greek

  • τάφρος — Μακρουλό άνοιγμα μέσα στο έδαφος που δεν είναι σκεπασμένο. Οι τ. κατασκευάζονται για διάφορους σκοπούς και ανάλογα με τον προορισμό τους παίρνουν και το όνομά τους. τ. ερευνητικές. Πολλές φορές, μετά την πρώτη αναγνώριση και διαπίστωση ότι κάποια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”